Αρχική

Σάββατο 5 Οκτωβρίου 2013

Ποιοι πρέπει να κάνουν το εμβόλιο πνευμονιόκοκκου


Ενδείξεις εμβολιασμού για τον πνευμονιόκοκκο
Σύμφωνα με τον Παγκόσμιο Οργανισμό Υγείας, η πνευμονιοκοκκική νόσος, δηλαδή η λοίμωξη που προκαλείται από τον στρεπτόκοκκο της πνευμονίας, αποτελεί μια παγκόσμια απειλή για τη δημόσια υγεία, καθώς προκαλεί σοβαρές ασθένειες, όπως πνευμονία, μηνιγγίτιδα, βακτηριαιμία, ωτίτιδα και βρογχίτιδα.
Ο πνευμονιόκοκκος μεταδίδεται με άμεση επαφή των αναπνευστικών εκροών από ασθενείς και υγιείς φορείς του μικροβίου. Αποικίζεται στο ρινοφάρυγγα και βασική ομάδα που φέρει το μικρόβιο στην κοινότητα είναι τα παιδιά ως δύο ετών.
Στην Ελλάδα, το 40-60% των παιδιών που πηγαίνουν σε παιδικό σταθμό είναι φορείς του μικροβίου.
Η νόσος εκδηλώνεται αν το μικρόβιο εξαπλωθεί στους μήνιγγες, στο μέσο ους ή στο κατώτερο αναπνευστικό σύστημα, οπότε προκαλεί πνευμονία. Εάν εισχωρήσει στο αίμα προκαλεί βακτηριαιμία.
Ο πνευμονιόκοκκος παγκοσμίως, αλλά και στην Ελλάδα, παρουσιάζει σημαντική αντοχή στα ευρέως χρησιμοποιούμενα αντιβιοτικά, δηλαδή δεν υποχωρεί σε όλες τις περιπτώσεις μετά τη χορήγηση αντιβιοτικών, όπως πενικιλίνης, κεφαλοσπορινών, μακρολιδών, φλουροκινολόνων κ.α., γεγονός που επιτάσσει την αντιμετώπισή του μέσω του εμβολιασμού.
Στην ιατρική είναι πάντα καλύτερο να προλαμβάνεις παρά να θεραπεύεις.
Ο πνευμονιόκοκκος είναι ένα σημαντικό παθογόνο μικρόβιο που προκαλεί μεγάλη νοσηρότητα και θνησιμότητα. Αξίζει να σημειωθεί ότι οι επιζώντες από πνευμονιοκοκκική μηνιγγίτιδα παρουσιάζουν το μεγαλύτερο ποσοστό νευρολογικών επιπλοκών, ενώ θα πρέπει να θυμόμαστε ότι, πλην της μηνιγγίτιδας, ο πνευμονιόκοκκος ευθύνεται επίσης για ωτίτιδες, βαριές πνευμονίες και βακτηριαιμίες.
Στις 11 Δεκεμβρίου 2009, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή ανακοίνωσε την έγκριση του 13δύναμου συζευγμένου εμβολίου κατά του πνευμονιόκοκκου. Το 13δύναμο συζευγμένο πνευμονιοκοκκικό εμβόλιο ενδείκνυται για την προστασία βρεφών και νηπίων, ηλικίας από 6 εβδομάδων έως 5 ετών, από τη διεισδυτική πνευμονιοκοκκική νόσο, την πνευμονία και την οξεία μέση ωτίτιδα που προκαλούνται από τους 13 ορότυπους που περιλαμβάνονται στο εμβόλιο. Η διεισδυτική πνευμονιοκοκκική νόσος περιλαμβάνει τη σήψη, την πνευμονιοκοκκική μηνιγγίτιδα, τη βακτηριαιμία, την πνευμονία με βακτηριαιμία και το εμπύημα.
Συνολικά, πρόκειται για τους 13 πιο διαδεδομένους ορότυπους που προκαλούν διεισδυτική πνευμονιοκοκκική νόσο σε παιδιά, παγκοσμίως. Το 13δύναμο συζευγμένο πνευμονιοκοκκικό εμβόλιο είναι το μόνο συζευγμένο πνευμονιοκοκκικό εμβόλιο που περιλαμβάνει τους ορότυπους 3, 6Α και 19Α. 
Το 13δύναμο συζευγμένο πνευμονιοκοκκικό εμβόλιο έχει σημαντικό θετικό αντίκτυπο στη δημόσια υγεία, καθώς παρέχει  ευρύτερη κάλυψη κατά των ορότυπων του πνευμονιόκοκκου.»
Η έγκριση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής συστήνει το 13δύναμο συζευγμένο πνευμονιοκοκκικό εμβόλιο σε δοσολογικό σχήμα 4 δόσεων, εκ των οποίων 3 αρχικές δόσεις ως αρχική σειρά εμβολιασμού και μία επαναληπτική δόση στην ηλικία μεταξύ 11 και 15 μηνών.
Εναλλακτικά, όταν το 13δύναμο χορηγείται ως μέρος του συστηματικού εμβολιασμού μπορεί να δίνεται σε δοσολογικό σχήμα 3 δόσεων.
Συνιστάται επίσης, για τα παιδιά έως 5 ετών που έχουν ολοκληρώσει τον εμβολιασμό με το 7δύναμο συζευγμένο πνευμονιοκοκκικό εμβόλιο, να τους παρασχεθεί κάλυψη και έναντι των επιπλέον 6 ορότυπων. 
Εκτός των συζευγμένων ενταγμένο είναι και το 23δύναμο πολυσακχαριδικό εμβόλιο (PPSV-23) που περιλαμβάνει τους ορότυπους 1, 2, 3, 4, 5, 6B, 7F, 8, 9N, 9V, 10A, 11A, 12F, 14, 15B, 17F, 18C, 19A, 19F, 20, 22F, 23F και 33F και έχει ένδειξη να γίνεται επιπλέον του συζευγμένου και τουλάχιστον 2 μήνες μετά την τελευταία δόση αυτού, σε παιδιά >2 ετών που ανήκουν σε ομάδες με αυξημένο κίνδυνο νόσησης από σοβαρές πνευμονιοκοκκικές λοιμώξεις.
Εμβόλιο πνευμονιόκκοκκου (στρεπτόκοκκου της πνευμονίας)
Ενδείξεις:
Το πνευμονιοκοκκικό εμβόλιο ενδείκνυται για την πρόληψη της πνευμονιοκοκκικής πνευμονίας και των συστηματικών πνευμονιοκοκκικών λοιμώξεων που οφείλονται στους ορότυπους οι οποίοι περιλαμβάνονται στο εμβόλιο σε υψηλού κινδύνου άτομα ηλικίας 2 ετών και άνω, όπως:
•           Μικρά παιδιά άνω των 2 ετών και ενήλικες > 60 ετών.
•           Άτομα με συγγενείς αντισωματικές ανεπάρκειες (κυρίως έλλειψη της IgG2)
•           Άτομα που έχουν μολυνθεί με τον ιό HIV (συμπτωματικά ή μη).
•           Άτομα με επίκτητη ανοσοκαταστολή εξαιτίας νοσήματος ή θεραπείας ή άλλης (εκτός του HIV) ιογενούς λοίμωξης.
•           Άτομα με μειονεκτική σπληνική λειτουργία ή ασπληνία π.χ. με δρεπανοκυτταρική νόσο, με υπερσπληνισμό, με χειρουργική αφαίρεση του σπλήνα.
•           Άτομα με νόσο Hodgkin, πολλαπλούν μυέλωμα.
•           Άτομα με νεφρωσικό σύνδρομο ή χρόνια νεφρική ανεπάρκεια.
•           Άτομα με σακχαρώδη διαβήτη.
•           Άτομα με χρόνια συμφορητική καρδιακή ανεπάρκεια.
•           Άτομα με χρόνιες πνευμονοπάθειες.
•           Άτομα με διαφυγή εγκεφαλονωτιαίου υγρού από συγγενείς ή επίκτητες αιτίες.
•           Άτομα με κίρρωση ήπατος.
•           Αλκοολικοί. 
Αντενδείξεις:
•           Υπερευαισθησία σε κάθε συστατικό του εμβολίου.
•           Πρέπει να αναβάλλεται η χορήγηση του εμβολίου σε περίπτωση σημαντικού εμπύρετου νοσήματος, άλλης ενεργής νόσου ή υποτροπής χρόνιας νόσου.
•           Δεν ενδείκνυται σε άτομα που έχουν εμβολιαστεί με εβόλιο πνευμονιόκκοκου μέσα στα τελευταία 3 χρόνια, εκτός και αν υπάρχει ειδικός συγκεκριμένος λόγος επανεμβολιασμού.
•           Δεν ενδείκνυται κατά την διάρκεια του πρώτου τριμήνου της κύησης, αλλά μπορεί να χορηγηθεί κατά την διάρκεια της γαλουχίας.
Τρόπος χορήγησης:
Προτιμάται ενδομυϊκά αλλά μπορεί να χορηγηθεί και υποδόρια.
Αρχική δόση: μία δόση των 0,5 ml.
Επανεμβολιασμός: μία δόση των 0,5 ml. Απ΄όσο μέχρι τώρα είναι γνωστό ο συστηματικός επανεμβολιαμός όλων των ατόμων στα οποία έχει δοθεί εμβόλιο του πνευμονιόκκοκου, δεν ενδείκνυται. Παρόλα αυτά ενδείκνυται σε άτομα υψηλού κινδύνου (πχ άτομα με ασπληνία) που έχουν να εμβολιαστούν περισσότερο από 5 χρόνια, ή ο τίτλος των αντισωμάτων τους έχει μειωθεί απότομα (πχ. νεφρωσικό σύνδρομο, νεφρική ανεπάρκεια, ή άτομα με μεταμοσχευμένα όργανα). Επανεμβολιασμός μετά από 3-5 χρόνια ενδείκνυται επίσης σε παιδιά κάτω των 10 ετών με νεφρωσικό σύνδρομο, ασπληνία ή δρεπανοκυτταρική αναιμία.
Παρενέργειες:
•           Τοπικά στο σημείο ένεσης, πόνος, ερυθρότητα, σκληρία, οίδημα (πρήξιμο).
•           Σπάνια μέτριος πυρετός ο οποίος υποχωρεί σε 24 ώρες.
•           Πιο σπάνια μπορεί να εμφανιστεί εξάνθημα, κνίδωση, αλλεργία, μυαλγίες, κεφαλαλγία.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου