Αρχική

Τετάρτη 21 Αυγούστου 2013

Ανεπάρκεια σιδήρου


Η έλλειψη σιδήρου είναι η συνηθέστερη μορφή αναιμίας παγκοσμίως.
Η ελάττωση των επιπέδων της αιμοσφαιρίνης του αίματος ονομάζεται αναιμία. Αναιμία μπορεί να προκληθεί από έλλειψη διαφόρων διατροφικών παραγόντων, απαραίτητων για την ερυθροποίηση, όπως ο σίδηρος, η βιταμίνη Β12 και το φυλλικό οξύ, αλλά και από κληρονομικούς παράγοντες όπως το στίγμα μεσογειακής αναιμίας, οι χρόνιες φλεγμονές ή απώλεια αίματος ή ακόμα και λόγω χρόνιας νεφρικής ανεπάρκειας ή γαστρεκτομής.
Η ανεπάρκεια σιδήρου, ICD-10 E61.1, είναι μία από τις πιο κοινές διατροφικές ελλείψεις.
Ο σίδηρος είναι παρόν σε όλα τα κύτταρα στο ανθρώπινο σώμα και έχει πολλές ζωτικές λειτουργίες.
Παραδείγματα των λειτουργιών του σιδήρου είναι η μεταφορά του οξυγόνου στους ιστούς από τους πνεύμονες με τη μορφή αιμοσφαιρίνης, η μεταφορά των ηλεκτρονίων εντός των κυττάρων με τη μορφή των κυτοχρωμάτων και οι ενζυμικές αντιδράσεις σε διάφορους ιστούς.
Η ανεπάρκεια του σιδήρου μπορεί να επηρεάσει αυτές τις ζωτικές λειτουργίες και να οδηγήσει σε νοσηρότητα και θάνατο.
Το αποτέλεσμα της έλλειψης σιδήρου είναι η σιδηροπενική αναιμία, όπου τα αποθέματα του σώματος σε σίδηρο έχουν εξαντληθεί και το σώμα δεν είναι σε θέση να διατηρήσει τα επίπεδα της αιμοσφαιρίνης στο αίμα.
Τα παιδιά και οι προ-εμμηνοπαυσιακές γυναίκες είναι οι ομάδες που είναι πιο επιρρεπείς στην ασθένεια.
Το σύνολο σιδήρου ενός μέσου σώματος είναι περίπου 3,8 g σε άνδρες και 2,3 g σε γυναίκες.
Στο πλάσμα του αίματος, ο σίδηρος φέρεται σφικτά συνδεδεμένος με την πρωτεΐνη τρανσφερίνη. Υπάρχουν διάφοροι μηχανισμοί που ελέγχουν τον ανθρώπινο μεταβολισμό του σιδήρου και τη διασφάλιση από έλλειψη σιδήρου. Ο κύριος ρυθμιστικός μηχανισμός βρίσκεται στην γαστρεντερική οδό. Όταν η απώλεια του σιδήρου δεν αντισταθμίζεται επαρκώς από την επαρκή πρόσληψη σιδήρου από τη διατροφή, μια κατάσταση ανεπάρκειας σιδήρου αναπτύσσεται με την πάροδο του χρόνου.
Οι αιτίες της σιδηροπενικής αναιμίας είναι πολλές:
-Απώλεια αίματος με την έμμηνο ρύση ή από τον πεπτικό σωλήνα ή από άλλες αιτίες, όπως επιστάξεις, αιματουρία, διαταραχές του μηχανισμού πήξεως, χρόνια αιμοκάθαρση και συχνή αιμοδοσία.
-Δυσαπορρόφηση όπως σε ολική γαστρεκτομή, αχλωρυδρία, εκτομή στομάχου και δωδεκαδακτύλου, κοιλιοκάκη, αλλοτριοφαγία και άλλα σύνδρομα δυσαπορρόφησης.
-Ανεπαρκής πρόσληψη ή αυξημένες απαιτήσεις σε σίδηρο όπως παρατεταμένη δίαιτα, χορτοφάγοι, αλκοολικοί,  κύηση και θηλασμός και ταχεία σωματική ανάπτυξη.
-Φλεγμονές, όπου η σιδηροπενική αναιμία είναι προσαρμοστική για να περιορίσει την ανάπτυξη των βακτηρίων.
-Άλλα πιο σπάνια αίτια, όπως το σύνδρομο Goodpasture και η αιμοσιδηρινουρία.
Συμπτώματα σιδηροπενικής αναιμίας
Τα συμπτώματα της ανεπάρκειας σιδήρου μπορεί να υπάρχουν ακόμα και πριν την εγκατάσταση της σιδηροπενικής αναιμίας.
Τα συμπτώματα της ανεπάρκειας σιδήρου δεν είναι παθογνωμονικά. Ένα ευρύ φάσμα συμπτωμάτων μπορεί να προκύψει τελικά, είτε ως δευτερεύον αποτέλεσμα της αναιμίας  ή από άλλα πρωτογενή αποτελέσματα της ανεπάρκειας σιδήρου.
Τα συμπτώματα της ανεπάρκειας σιδήρου περιλαμβάνουν:
•      κούραση
•      ζάλη
•      χλωμάδα
•      τριχόπτωση
•      ευερεθιστότητα
•      αδυναμία
•      εύθραυστα νύχια ή με ραβδώσεις
•      Plummer-Vinson σύνδρομο: επώδυνη ατροφία του βλεννογόνου μεμβράνης που καλύπτει την γλώσσα, τον φάρυγγα και τον οισοφάγο
•      μειωμένη λειτουργία του ανοσοποιητικού συστήματος
•      κατανάλωση πάγου
•      σύνδρομο ανήσυχων ποδιών

Εργαστηριακές εξετάσεις  σε άτομα με ανεπάρκεια σιδήρου
•      Μια γενική εξέταση αίματος πιθανόν να αποκαλύψει μικροκυτταρική αναιμία
•      Χαμηλή φερριτίνη ορού
•      Χαμηλός σίδηρος του ορού
•      Υψηλή TIBC (ολική σιδηρδεσμευτική ικανότητα)
•      Πιθανό η εξέταση αίματος στα κόπρανα να είναι θετική, αν η ανεπάρκεια σιδήρου είναι το αποτέλεσμα μιας γαστρεντερικής αιμορραγίας.
•      Η φερριτίνη ορού μπορεί να ανυψωθεί σε φλεγμονώδεις καταστάσεις και έτσι μια φυσιολογική  φερριτίνη ορού δεν μπορεί να αποκλείσει πάντοτε την έλλειψη σιδήρου και γι' αυτό πρέπει ταυτόχρονα να εξετάζεται η C αντιδρώσα πρωτεΐνη (CRP).
Συνέπειες της σιδηροπενικής αναιμίας
Η συνεχιζόμενη έλλειψη σιδήρου μπορεί να εξελιχθεί σε αναιμία και επιδείνωση της κόπωσης. Επίσης, προκαλείται θρομβοκυττάρωση ή σημαντική αύξηση των αιμοπεταλίων. Η έλλειψη επαρκών επιπέδων σιδήρου στο αίμα είναι ένας λόγος που μερικοί άνθρωποι δεν μπορούν να γίνουν δωρητές αίματος.
Θεραπεία σιδηροπενικής αναιμίας
Πριν την έναρξη της θεραπείας, θα πρέπει να υπάρχει οριστική διάγνωση της υποκείμενης αιτίας για την ανεπάρκεια σιδήρου. Αυτό είναι ιδιαίτερα σημαντικό σε ηλικιωμένους ασθενείς, οι οποίοι είναι πιο επιρρεπείς σε καρκίνο του παχέος εντέρου. Στους ενήλικες, 60% των ασθενών με αναιμία από ανεπάρκεια σιδήρου μπορεί να έχουν υποκείμενες γαστρεντερικές διαταραχές που οδηγούν σε χρόνια απώλεια αίματος.
Μετά τη διάγνωση, η κατάσταση μπορεί να αντιμετωπιστεί με συμπληρώματα σιδήρου. Η επιλογή του συμπληρώματος  εξαρτάται τόσο από τη σοβαρότητα της κατάστασης, την απαιτούμενη ταχύτητα της βελτίωσης (π.χ. εάν αναμονή χειρουργική επέμβαση) και της πιθανότητας της θεραπείας να είναι αποτελεσματική (π.χ. ασθενείς που υποβάλλονται σε αιμοκάθαρση).
Παραδείγματα από του στόματος σιδήρου που χρησιμοποιούνται συχνά είναι ο θειικός δισθενής σίδηρος, ο γλυκονικός σίδηρος, ή αμινοδισκία χηλικού οξέος.
Πρόσφατες έρευνες δείχνουν ότι η δόση αντικατάστασης του σιδήρου, τουλάχιστον σε ηλικιωμένους με ανεπάρκεια σιδήρου, μπορεί να είναι τόσο 15 mg ανά ημέρα.
Πηγές σιδήρου από τα τρόφιμα
Ο σίδηρος είναι ένα μέταλλο που εντοπίζεται σε αρκετά τρόφιμα, αλλά με δύο χημικές μορφές, δισθενής ή οργανικός σίδηρος και τρισθενής ή  μη οργανικός σίδηρος.
Τα τρόφιμα ζωικής προέλευσης (κόκκινο κρέας, εντόσθια, πουλερικά και ψάρι) περιέχουν και τις δύο μορφές, ενώ τα τρόφιμα φυτικής προέλευσης (δημητριακά, σπόροι, φρούτα και λαχανικά) περιέχουν μη οργανικό σίδηρο.
Η απορρόφηση του σιδήρου από τον οργανισμό καθορίζεται από τη χημική του μορφή, αλλά και από διατροφικούς παράγοντες που άλλοτε ενισχύουν ή περιορίζουν την απορρόφησή του.
Σε γενικές γραμμές, ο οργανικός σίδηρος απορροφάται σε μεγαλύτερα ποσοστά από τον μη οργανικό σίδηρο, αλλά η απορρόφησή του μπορεί να ενισχυθεί διατροφικά με την παράλληλη κατανάλωση τροφίμων πλούσιων σε βιταμίνη C και Α ή σε συνδυασμό με πρωτεϊνούχα τρόφιμα. Σαν αναστολείς της απορρόφησης του σιδήρου σημειώνονται οι φυτικές ίνες, η καφεΐνη, το ασβέστιο, τα φυτικά και φωσφορικά άλατα, αλλά και τα αντιόξινα σκευάσματα.
Ήπια ανεπάρκεια σιδήρου μπορεί να προληφθεί ή να διορθωθεί με την κατανάλωση τροφίμων πλούσιων σε σίδηρο.
Καλές πηγές οργανικού σιδήρου, καθώς αυτός πιο εύκολα απορροφάται και δεν αναστέλλεται από φάρμακα ή άλλα διατροφικά συστατικά είναι το κόκκινο κρέας, τα πουλερικά και τα όστρακα.
Ο μη οργανικός σίδηρος έχει περιορισμένη βιοδιαθεσιμότητα. Πηγές μη οργανικού σιδήρου είναι είναι οι φακές, τα φασόλια, τα φυλλώδη λαχανικά, τα φιστίκια, το tofu, το εμπλουτισμένο ψωμί και τα εμπλουτισμένα δημητριακά.
Ο σίδηρος  από διαφορετικές τροφές απορροφάται και επεξεργάζεται  με διαφορετικό τρόπο από το σώμα. Για παράδειγμα, ο σίδηρος από το κρέας  απορροφάται πιο εύκολα από το σίδηρο στα λαχανικά, ο σίδηρος από το κόκκινο κρέας ενδέχεται να αυξήσει την πιθανότητα καρκίνου του παχέος εντέρου. Επίσης, μέταλλα και χημικά σε ένα είδος των τροφίμων μπορεί επίσης να αναστέλλουν την απορρόφηση του σιδήρου. Για παράδειγμα, τα οξαλικά και οι φυτικές ίνες σχηματίζουν αδιάλυτα σύμπλοκα τα οποία δεσμεύουν το σίδηρο στο έντερο και δεν μπορεί να απορροφηθεί.
Επειδή ο σίδηρος από τις φυτικές πηγές απορροφάται πιο δύσκολα από το σίδηρο από τις ζωικές πηγές, οι χορτοφάγοι πρέπει να έχουν μια κάπως υψηλότερη συνολική ημερήσια πρόσληψη σιδήρου σε σύγκριση με όσους τρώνε κρέας, ψάρι ή πουλερικά. Τα όσπρια και τα πράσινα φυλλώδη λαχανικά, όπως το μπρόκολο, το λάχανο και τα χόρτα είναι ιδιαίτερα καλές πηγές σιδήρου για χορτοφάγους. Ωστόσο, το σπανάκι και τα σέσκουλα περιέχουν οξαλικά που δεσμεύουν το σίδηρο και τον καθιστούν σχεδόν εξ ολοκλήρου μη διαθέσιμο για απορρόφηση. Ο μη οργανικός σίδηρος απορροφάται πιο εύκολα, εάν καταναλώνεται με τροφές που περιέχουν οργανικό σίδηρο ή βιταμίνη C.
Οι πλουσιότερες τροφές σε οργανικό σίδηρο είναι οι αχιβάδες, το χοιρινό συκώτι, τα νεφρά του αρνιού, τα μαγειρεμένα στρείδια, οι σουπιές, το συκώτι αρνιού, το χταπόδι, τα μύδια, το βοδινό συκώτι και η βόεια καρδιά.
Οι πλουσιότερες τροφές σε μη οργανικό σίδηρο είναι η σόγια, τα φασόλια οι φακές, το ψημένο σουσάμι, η σπιρουλίνα, το τζίντζερ και το σπανάκι.
Η έλλειψη σιδήρου μπορεί να έχει σοβαρές συνέπειες για την υγεία και η διατροφή μπορεί να μην είναι σε θέση να τη διορθώσει γρήγορα, συνεπώς ένα συμπλήρωμα σιδήρου είναι συχνά απαραίτητο εάν η ανεπάρκεια σιδήρου έχει γίνει συμπτωματική.
Σίδηρος και βακτηριακές λοιμώξεις
Ο σίδηρος είναι απαραίτητος για την ανάπτυξη βακτηριδίων καθιστώντας την βιοδιαθεσιμότητά του, ένα σημαντικό παράγοντα στον έλεγχο της λοίμωξης.  15 και 20 τοις εκατό των πρωτεϊνών  στο ανθρώπινο γάλα αποτελείται από λακτοφερρίνη η οποία δεσμεύει το σίδηρο, ενώ στο αγελαδινό γάλα, αυτή είναι μόνο το 2 τοις εκατό. Ως αποτέλεσμα, τα βρέφη που θηλάζουν έχουν λιγότερες λοιμώξεις. Η λακτοφερίνη, επίσης, είναι συγκεντρωμένη στα δάκρυα, το σάλιο και στις πληγές και δεσμεύει σίδηρο για  να περιορίσει την ανάπτυξη των βακτηρίων. Το ασπράδι του αυγού περιέχει 12% κοναλβουμίνη και μπορεί να παρακρατήσει τα βακτήρια που παίρνουν μέσα από το κέλυφος του αυγού (για το λόγο αυτό πριν από τα αντιβιοτικά, το ασπράδι αυγού χρησιμοποιήθηκε για τη θεραπεία λοιμώξεων).
Για να μειωθεί η βακτηριακή ανάπτυξη, οι συγκεντρώσεις στο πλάσμα του σιδήρου μειώνονται σε φλεγμονώδεις καταστάσεις στο σώμα, όπως μετά από πυρετό και μετά από χειρουργική επέμβαση και όταν υπάρχουν ανοικτές πληγές και ενεργεί ως προστασία έναντι μολύνσεως.
Αυτή η σχέση μεταξύ βιοδιαθεσιμότητας του σιδήρου και της ανάπτυξη βακτηριδίων, σημαίνει ότι η λήψη συμπληρωμάτων σιδήρου μπορεί να αυξήσει τον κίνδυνο της μόλυνσης. Μια μέτρια ανεπάρκεια σιδήρου, αντίθετα, μπορεί να προσφέρει προστασία εναντίον της οξείας λοίμωξης. Αυτό οφείλεται στην απελευθέρωση  εψιδίνης από το ήπαρ.
Διατροφικές συμβουλές για την ανεπάρκεια σιδήρου
-Οι έρευνες δείχνουν ότι τα λαχανικά που είναι πλούσια σε βιταμίνη C ενισχύουν την απορρόφηση του σιδήρου από τα γεύματα που περιέχουν ζωική πρωτεΐνη (κρέας, αυγό). Συγκεκριμένα πλούσια σε βιταμίνη C τα εξής λαχανικά: μπρόκολο, λαχανάκια Βρυξελλών, κουνουπίδι, πιπεριές (πράσινες, κόκκινες, κίτρινες), ξυνολάχανο, καρότο, ντομάτες.
-Στα φαγητά που περιέχουν σπανάκι (π.χ. σπανακόρυζο) ή κόκκινο κρέας (π.χ. μοσχάρι) προσθέστε πολύ λεμόνι, το οποίο, λόγω της βιταμίνης C που περιέχει, ενισχύει την απορρόφηση του σιδήρου.
-Συνδυάστε τα τρόφιμα φυτικής προέλευσης που είναι πλούσια σε σίδηρο με πρωτεϊνούχα τροφή ζωικής προέλευσης. Για παράδειγμα, συνδυάστε ένα πιάτο φακές με μια μερίδα τόνο ή 3-4 σαρδελίτσες και όχι με τυρί (τα γαλακτοκομικά προϊόντα εμποδίαζουν την απορρόφηση σιδήρου).
-Όταν για γεύμα τρώτε κρέας και αυγό, προσπαθήστε να αποφύγετε την κατανάλωση πράσινων λαχανικών π.χ. χόρτα, μαρούλι, ρόκα, διότι οι φυτικές ίνες περιορίζουν την απορρόφηση του σιδήρου από τον οργανισμό.
-Μην καταναλώνετε καφέ ή μαύρο τσάι αμέσως μετά τα γεύματα, διότι οι τανίνες που περιέχουν περιορίζουν την απορρόφηση του σιδήρου.
-Μην καταναλώνετε τυρί σε συνδυασμό με κρέας ή με φυτικά τρόφιμα πλούσια σε σίδηρο, διότι περιορίζεται η απορρόφηση όχι μόνο του σιδήρου, αλλά και του ασβεστίου.
-Περιορίστε την κατανάλωση τροφίμων που περιέχουν φυσικές τανίνες, όπως η αγκινάρα, το σταφύλι και το αγριοκάστανο, διότι περιορίζουν την απορρόφηση του σιδήρου (αλλά και του ασβεστίου και του μαγνησίου).
Βιβλιογραφία
•      Wintergerst, E. S.; Maggini, S.; Hornig, D. H. (2007). "Contribution of Selected Vitamins and Trace Elements to Immune Function". Annals of Nutrition and Metabolism 51 (4): 301–323.
•      Rangarajan, Sunad; D'Souza, George Albert. (April 2007). "Restless legs syndrome in Indian patients having iron deficiency anemia in a tertiary care hospital". Sleep Medicine. 8 (3): 247–51.
•      Glei M, Klenow S, Sauer J, Wegewitz U, Richter K, Pool-Zobel BL (2006). "Hemoglobin and hemin induce DNA damage in human colon tumor cells HT29 clone 19A and in primary human colonocytes". Mutat. Res. 594 (1–2): 162–71.
•      Wander, K.; Shell-Duncan, B.; McDade, T. W. (2009). "Evaluation of iron deficiency as a nutritional adaptation to infectious disease: An evolutionary medicine perspective". American Journal of Human Biology 21 (2): 172–179.








Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου