Η Ζέα ή ζειά ή Triticum dicoccum ή Emmer σιτάρι είναι ένα είδος σιταριού. Το καλλιεργούσαν ευρέως στον αρχαίο κόσμο
Η Ζέα ή ζειά (Triticum dicoccum) είναι ένα από τα αρχαιότερα δημητριακά που είναι γνωστά στον άνθρωπο. Δείγματά
του έχουν βρεθεί σε ανασκαφές προϊστορικών οικισμών σε όλο τον ελλαδικό
χώρο με παλαιότερο αυτό της Μικράς Ασίας που χρονολογείται 12.000
χρόνια π.χ. Ήταν ένα από τα πρώτα δημητριακά που "εξημέρωσε" ο άνθρωπος
και βασικό καλλιεργήσιμο είδος της πρώιμης γεωργίας της Εύφορης
Ημισελήνου (Fertile Crescent), δηλαδή της Παλαιστίνης, της Συρίας, του
Ευφράτη και του Τίγρη ως τον Περσικό κόλπο. Δείγματα της εκμετάλλευσης
του που χρονολογούνται 10.000 χρόνια πριν, έχουν βρεθεί και στην Βόρεια
Αφρική...
Για χιλιάδες χρόνια παρέμενε το κυριότερο δημητριακό της Μέσης Ανατολής και της Βόρειας Αφρικής. Μετέπειτα αντικαταστάθηκε από το Triticum turgidum (Durum) το οποίο πιθανά να δημιουργήθηκε από το Triticum dicoccum με μετάλλαξη. Οι αγρότες προτίμησαν το νέο αυτό δημητριακό λόγο του ότι ο σπόρος αποχωριζόταν από το φλοιό με μεγαλύτερη ευκολία. Το δημητριακό Triticum dicoccum ή αλλιώς Emmer ή aja όπως ονομάζεται στην Αφρική, έφτασε στην Αιθιοπία πριν από 5.000 ή και περισσότερα χρόνια και έχει επιζήσει μέχρι τις μέρες μας.
Η πόλη των Αθηνών ονομαζόταν και ζείδωρος, διότι επί του εδάφους της καλλιεργείτο εκτός από την ελαία και το δημητριακό ζειά. Το ζειά με το ζήτα δηλώνει την ζωή με το έψιλον γιώτα την μακρά πορεία και με το άλφα που είναι το πρώτο στοιχείο το άριστον την παρουσία του Αιθέρα (το στοιχείο που βρίσκεται παντού και δομεί τα πάντα είναι ο Αιθέρας), άρα ζειά σημαίνει μακροζωία.
O Θεόφραστος τον 4ο αι. π.Χ, διακρίνει την ζειά σαφώς από την όλυρα (ασπρόσιτος) χαρακτηριζοντάς ως το πλέον αποδοτικότερο από όλα τα είδη των δημητριακών.
Η θρεπτική του αξία είναι αδιαμφισβήτητη, άλλωστε δεν είναι τυχαίο που η ετυμολογία της λέξης "ζείδωρος" (αυτός που δωρίζει ζωή) προέρχεται από αυτό το δημητριακό.
Σύμφωνα, με τον Πλίνιο τον Πρεσβύτερο και τον Διονύσιο τον Αλικαρνασσέα, η ζειά είχε καλλιεργηθεί αποκλειστικά ως το μοναδικό δημητριακό από τους πρώτους Ρωμαίους στην αρχή της ιστορίας τους και αυτό αποδεικνύεται από τη χρησιμοποιησή του σε όλες τις θρησκευτικές τελετές τους. Ο γιατρός Γαληνός (2ος αι. π.Χ.) αναφέρει την όλυρα (ασπρόσιτο) ως το τρίτο σε θρεπτική αξία δημητριακό μετά το κριθάρι και το σιτάρι, ενώ όπως μας πληροφορεί ο Διοσκουρίδης (1ος αι. μ.Χ.) στην εποχή του ήταν διαδεδομένη μια πανάρχαια συνήθεια των Ελλήνων και των Ρωμαίων: η μίξη χονδροαλεσμένων κόκκων ζέας και σιταριού, που λεγόταν "κρίμνον", και το οποίο ήταν ένα παχύρρευστο θρεπτικό ρόφημα που ονομαζόταν "πολτός" (χυλός).
Το δίκοκκο σιτάρι σήμερα καλλιεργείται στις ορεινές περιοχές, γιατί δίνει καλές αποδόσεις σε φτωχά εδάφη, και έχει αντοχή σε μύκητες.
Η κύρια χρήση του είναι ως ανθρώπινη τροφή, αλλά, επίσης χρησιμοποιείται για τη διατροφή ζώων.
Το δίκοκκο σιτάρι κάνει καλό ψωμί. Το ψωμί αυτό έχει υψηλότερες σε φυτικές ίνες από το μαλακό σιτάρι. Πρόσφατα χρησιμοποιούν τη ζέα στην κατασκευή ζυμαρικών.
Το δίκοκκο σιτάρι είναι πιθανώς ακατάλληλο για τους πάσχοντες από αλλεργίες σίτου ή κοιλιοκάκη.
Οι έρευνες αυτές έδειξαν ότι η Ζέα περιέχει 40% περισσότερο μαγνήσιο από τα άλλα δημητριακά. Το μαγνήσιο επιπλέον ενεργοποιεί τις ενζυματικές διαδικασίες του μεταβολισμού. Περιέχει δε υψηλά ποσοστά του αμινοξέος λυσίνη.
Τα δημητριακά Ζέας συμβάλλουν στη διατήρηση ενός φυσιολογικού σωματικού βάρους. Είναι πλούσια σε υδατάνθρακες χαμηλού γλυκαιμικού δείκτη. Αυτό σημαίνει ότι απορροφώνται αργά και απελευθερώνουν μικρή ποσότητα γλυκόζης στο αίμα. Έτσι, μαζί με τις φυτικές ίνες, αυξάνουν το αίσθημα του κορεσμού και διατηρούν το αίσθημα της πληρότητας για μεγαλύτερο χρονικό διάστημα. Ρυθμίζουν καλύτερα τη γλυκόζη στο αίμα, με αποτέλεσμα να αποτελούν όπλο στην πρόληψη αλλά και αντιμετώπιση του Σακχαρώδη Διαβήτη.
www.emedi.gr
Για χιλιάδες χρόνια παρέμενε το κυριότερο δημητριακό της Μέσης Ανατολής και της Βόρειας Αφρικής. Μετέπειτα αντικαταστάθηκε από το Triticum turgidum (Durum) το οποίο πιθανά να δημιουργήθηκε από το Triticum dicoccum με μετάλλαξη. Οι αγρότες προτίμησαν το νέο αυτό δημητριακό λόγο του ότι ο σπόρος αποχωριζόταν από το φλοιό με μεγαλύτερη ευκολία. Το δημητριακό Triticum dicoccum ή αλλιώς Emmer ή aja όπως ονομάζεται στην Αφρική, έφτασε στην Αιθιοπία πριν από 5.000 ή και περισσότερα χρόνια και έχει επιζήσει μέχρι τις μέρες μας.
Η πόλη των Αθηνών ονομαζόταν και ζείδωρος, διότι επί του εδάφους της καλλιεργείτο εκτός από την ελαία και το δημητριακό ζειά. Το ζειά με το ζήτα δηλώνει την ζωή με το έψιλον γιώτα την μακρά πορεία και με το άλφα που είναι το πρώτο στοιχείο το άριστον την παρουσία του Αιθέρα (το στοιχείο που βρίσκεται παντού και δομεί τα πάντα είναι ο Αιθέρας), άρα ζειά σημαίνει μακροζωία.
O Θεόφραστος τον 4ο αι. π.Χ, διακρίνει την ζειά σαφώς από την όλυρα (ασπρόσιτος) χαρακτηριζοντάς ως το πλέον αποδοτικότερο από όλα τα είδη των δημητριακών.
Η θρεπτική του αξία είναι αδιαμφισβήτητη, άλλωστε δεν είναι τυχαίο που η ετυμολογία της λέξης "ζείδωρος" (αυτός που δωρίζει ζωή) προέρχεται από αυτό το δημητριακό.
Σύμφωνα, με τον Πλίνιο τον Πρεσβύτερο και τον Διονύσιο τον Αλικαρνασσέα, η ζειά είχε καλλιεργηθεί αποκλειστικά ως το μοναδικό δημητριακό από τους πρώτους Ρωμαίους στην αρχή της ιστορίας τους και αυτό αποδεικνύεται από τη χρησιμοποιησή του σε όλες τις θρησκευτικές τελετές τους. Ο γιατρός Γαληνός (2ος αι. π.Χ.) αναφέρει την όλυρα (ασπρόσιτο) ως το τρίτο σε θρεπτική αξία δημητριακό μετά το κριθάρι και το σιτάρι, ενώ όπως μας πληροφορεί ο Διοσκουρίδης (1ος αι. μ.Χ.) στην εποχή του ήταν διαδεδομένη μια πανάρχαια συνήθεια των Ελλήνων και των Ρωμαίων: η μίξη χονδροαλεσμένων κόκκων ζέας και σιταριού, που λεγόταν "κρίμνον", και το οποίο ήταν ένα παχύρρευστο θρεπτικό ρόφημα που ονομαζόταν "πολτός" (χυλός).
Το δίκοκκο σιτάρι σήμερα καλλιεργείται στις ορεινές περιοχές, γιατί δίνει καλές αποδόσεις σε φτωχά εδάφη, και έχει αντοχή σε μύκητες.
Η κύρια χρήση του είναι ως ανθρώπινη τροφή, αλλά, επίσης χρησιμοποιείται για τη διατροφή ζώων.
Το δίκοκκο σιτάρι κάνει καλό ψωμί. Το ψωμί αυτό έχει υψηλότερες σε φυτικές ίνες από το μαλακό σιτάρι. Πρόσφατα χρησιμοποιούν τη ζέα στην κατασκευή ζυμαρικών.
Το δίκοκκο σιτάρι είναι πιθανώς ακατάλληλο για τους πάσχοντες από αλλεργίες σίτου ή κοιλιοκάκη.
Οι έρευνες αυτές έδειξαν ότι η Ζέα περιέχει 40% περισσότερο μαγνήσιο από τα άλλα δημητριακά. Το μαγνήσιο επιπλέον ενεργοποιεί τις ενζυματικές διαδικασίες του μεταβολισμού. Περιέχει δε υψηλά ποσοστά του αμινοξέος λυσίνη.
Τα δημητριακά Ζέας συμβάλλουν στη διατήρηση ενός φυσιολογικού σωματικού βάρους. Είναι πλούσια σε υδατάνθρακες χαμηλού γλυκαιμικού δείκτη. Αυτό σημαίνει ότι απορροφώνται αργά και απελευθερώνουν μικρή ποσότητα γλυκόζης στο αίμα. Έτσι, μαζί με τις φυτικές ίνες, αυξάνουν το αίσθημα του κορεσμού και διατηρούν το αίσθημα της πληρότητας για μεγαλύτερο χρονικό διάστημα. Ρυθμίζουν καλύτερα τη γλυκόζη στο αίμα, με αποτέλεσμα να αποτελούν όπλο στην πρόληψη αλλά και αντιμετώπιση του Σακχαρώδη Διαβήτη.
www.emedi.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου