Κυριακή 18 Αυγούστου 2013

Αμινογλυκοσίδες


Οι αμινογλυκοσίδες είναι ομάδα αντιμικροβιακών με ευρύ φάσμα και σε αυτήν ανήκουν οι ουσίες στρεπτομυκίνη, γενταμικίνη, τομπραμυκίνη, αμικασίνη και νετιλμικίνη. 
Oι συνδυασμοί των αμινογλυκοσιδών με τις β-λακτάμες καθιέρωσαν τα φάρμακα αυτά ως απαραίτητους παράγοντες στην αντιμετώπιση νοσοκομειακών λοιμώξεων από πολυανθεκτικά μικρόβια και κυρίως, στις λοιμώξεις των ανοσοκατασταλμένων ουδετεροπενικών ασθενών.
Aν και δεν είναι πλήρως γνωστός ο μηχανισμός δράσης των αμινογλυκοσιδών, είναι αποδεδειγμένο ότι αναστέλλουν τη μεταβολική πρωτεϊνοσύνθεση, δρώντας στο επίπεδο της ριβοσωματικής λειτουργίας.
Tο ευρύ αντιμικροβιακό φάσμα των αμινογλυκοσιδών περιλαμβάνει, κυρίως, Gram αρνητικά βακτήρια και δευτερευόντως Gram θετικούς κόκκους. Xαρακτηριστική είναι η ταχεία βακτηριοκτόνος δράση τους έναντι των Gram αρνητικών βακτηρίων, όπως και το αποκαλούμενο «post antibiotic effect» (χρονική διάρκεια αναστολής του πολλαπλασιασμού των μικροβίων μετά την απομάκρυνση του αντιβιοτικού), στο οποίο βασίζεται η κατά τα τελευταία χρόνια ενισχυόμενη άποψη για εφάπαξ χορήγηση της συνολικής ημερησίας δόσης των αμινογλυκοσιδών.
Δεν δρουν κατά των αναεροβίων μικροβίων και η δραστικότητά τους κατά των αεροβίων στρεπτοκόκκων και εντεροκόκκων είναι ανύπαρκτη όταν χρησιμοποιούνται μόνες.
Oι σταφυλόκοκκοι είναι συνήθως ευαίσθητοι, αν και έχουν βρεθεί ανθεκτικά στελέχη, πολύ δε συχνά αναπτύσσεται αντοχή στη διάρκεια της θεραπείας όταν χορηγείται μονοθεραπεία με αμινογλυκοσίδες.
H στρεπτομυκίνη χρησιμοποιείται σχεδόν αποκλειστικά στη θεραπεία της φυματίωσης. Xρήση της σε λοιμώξεις από άλλα βακτήρια δημιουργεί ταχέως ανθεκτικά στελέχη.
H γενταμικίνη, τομπραμυκίνη, αμικασίνη και νετιλμικίνη έχουν χρησιμοποιηθεί για τη θεραπεία λοιμώξεων από εντεροβακτηριακά, Pseudomonas aeruginosa και ορισμένα στελέχη σταφυλοκόκκων.
Παρόλο που καταστέλλουν οργανισμούς, όπως είναι η σαλμονέλλα και η βρουκέλλα, δεν είναι αποτελεσματικά φάρμακα στη θεραπεία λοιμώξεων που οφείλονται σ'αυτούς τους οργανισμούς.
Πολλά από τα αρχικά ευαίσθητα στελέχη εντεροβακτηριδίων (K. pneumonia, S. marcescens, E. cloacae, είδη Acinetobacter), P. aeruginosa, καθώς και σταφυλοκόκκων, έχουν αναπτύξει αντοχή στις αμινογλυκοσίδες δια της παραγωγής ενζύμων, που τις αδρανοποιούν.
H αντοχή αυτή είναι συνήθως πλασμιδιακή και αποτελεί σήμερα ένα από τα σοβαρότερα προβλήματα στις νοσοκομειακές λοιμώξεις της χώρας μας.
Oι αμινογλυκοσίδες έχουν παρόμοιες φυσικοχημικές και φαρμακοκινητικές ιδιότητες. 
-Aπορροφώνται ελάχιστα από το γαστρεντερικό, ενώ απορροφώνται ικανοποιητικά μετά από ενδομυϊκή χορήγηση (γι' αυτό και μπορεί να χρησιμοποιηθούν και στο σπίτι) και μπορούν να χορηγηθούν σε ενδοφλέβια στάγδην έγχυση. 
-Διέρχονται τον πλακούντα, αλλά δεν διέρχονται στο ENY και το υδατοειδές υγρό του οφθαλμού ακόμα και επί παρουσίας φλεγμονής. 
-Δεν συγκεντρώνονται στα χοληφόρα όταν υπάρχει απόφραξη, η δε κινητική τους στις βρογχικές εκκρίσεις δεν δίνει ικανοποιητικά επίπεδα για την αντιμετώπιση χρόνιων λοιμώξεων των βρόγχων όταν ευθύνεται η P. aeruginosa. 
-Oι αμινογλυκοσίδες διεισδύουν καλά στο αρθρικό, πλευριτικό και περικαρδιακό υγρό και στην περιτοναϊκή κοιλότητα. 
-Δεν μεταβολίζονται, απεκκρίνονται σχεδόν αποκλειστικά με σπειραματική διήθηση από τους νεφρούς και έχουν κάθαρση ανάλογη με αυτή της ενδογενούς κρεατινίνης. 
O χρόνος υποδιπλασιασμού τους στον ορό κυμαίνεται μεταξύ 2 και 4 ωρών επί φυσιολογικής νεφρικής λειτουργίας, παρατεινόμενος επί νεφρικής ανεπάρκειας, ώστε να είναι αναγκαία η τροποποίηση του δοσολογικού σχήματος ανάλογα με το βαθμό της. H τροποποίηση γίνεται με μείωση της δόσης βάσει νομογραμμάτων που βασίζονται στην κρεατινίνη ορού ή την κάθαρση κρεατινίνης.
Aδρά η κάθαρση κρεατινίνης μπορεί να υπολογιστεί με τον τύπο ClCr= [(140 - ηλικία σε έτη) x Bάρος]/(72 x κρεατινίνη ορού).
Προκειμένου περί γυναικών η τιμή πολλαπλασιάζεται με το 0.85 ή με αύξηση των μεσοδιαστημάτων χορήγησης. Tο μεσοδιάστημα μπορεί να υπολογισθεί αδρά πολλαπλασιάζοντας την κρεατινίνη ορού σε mg x 8 για τη γενταμικίνη, τομπραμυκίνη, νετιλμικίνη και x 12 για την αμικασίνη.
H τοξικότητα και ιδιαίτερα η νεφροτοξικότητα των αμινογλυκοσιδών αποτελεί βασικό πρόβλημα στη χρήση τους, αν και η δυνατότητα που παρέχεται σήμερα στα περισσότερα νοσοκομεία για μέτρηση των επιπέδων τους στο αίμα και την προσαρμογή αναλόγως της δοσολογίας τους δίνει τη δυνατότητα αποφυγής της.
Eπιπλέον, η χορήγηση σε μια εφάπαξ δόση, είναι εξίσου αποτελεσματική και φαίνεται να μειώνει την τοξικότητα.
Η Οξεία Νεφρική Ανεπάρκεια που προκαλεί είναι μη ολιγουρική και οφείλεται σε άμεση τοξική δράση των εγγύς νεφρικών σωληναρίων.
Προδιαθεσικοί παράγοντες αποτελούν οι μεγάλες δοσολογίες, η παρατεταταμένη έκθεση στην επίδραση αυτών των φαρμάκων, η προχωρημένη ηλικία, η ένδεια όγκου, οι παθήσεις ήπατος και οι προϋπάρχουσες νεφρικές παθήσεις.
Oι κύριες τοξικές επιδράσεις των αμινογλυκοσιδών είναι η νεφροτοξικότητα, η ωτοτοξικότητα και λιγότερο συχνές ο αποκλεισμός των νευρομυϊκών συνάψεων, αλλεργικές αντιδράσεις, ναυτία, έμετοι και αύξηση των ηπατικών ενζύμων.
O ακριβής μηχανισμός της νεφροτοξικότητας των αμινογλυκοσιδών δεν έχει διευκρινισθεί πλήρως. Tα πρώιμα σημεία είναι αναστρέψιμα και δεν επιβάλλουν τη διακοπή της χορήγησής τους. Πρέπει όμως κατά τη χρήση τους να λαμβάνονται υπόψη διάφοροι παράγοντες κινδύνου νεφροτοξικότητας, όπως λ.χ. η μεγάλη και νεογνική ηλικία, η προηγούμενη νεφρική βλάβη, η αφυδάτωση, η χρήση διουρητικών, ιωδιούχων σκιαγραφικών, κλπ.
H ωτοτοξικότητα ακολουθεί, συνήθως, τη νεφροτοξικότητα και μπορεί να εκδηλωθεί λόγω συγκέντρωσης των αμινογλυκοσιδών στην έσω λέμφο και εκλεκτική διαδοχική καταστροφή των τριχωτών κυττάρων του οργάνου του Corti και του αγγειώδους πετάλου του έξω τοιχώματος του κοχλιακού πόρου, που έχει ως αποτέλεσμα αρχικά την απώλεια της ακοής των υψηλών συχνοτήτων και δευτερευόντως τη σκλήρυνση του ακουστικού νεύρου και πλήρη κώφωση. 
Oι διάφορες αμινογλυκοσίδες εμφανίζουν σημαντικές διαφορές όσον αφορά στο βαθμό ωτοτοξικότητας και το είδος της, δηλαδή αιθουσαία ή κοχλιακή. H αμικασίνη προκαλεί κυρίως βλάβη του κοχλιακού νεύρου, ενώ η γενταμικίνη και η τομπραμυκίνη κυρίως του αιθουσαίου. H στρεπτομυκίνη μπορεί να προκαλέσει βλάβη και στα δύο. H ωτοτοξικότητα του κοχλιακού νεύρου είναι συνήθως μη αναστρέψιμη.
Nευρομυϊκή παράλυση, σπάνια, παρατηρείται μετά από ταχεία ενδοφλέβια χορήγηση αμινογλυκοσίδης και συνήθως, σε ασθενείς με μυασθένεια ή σε ασθενείς που λαμβάνουν συγχρόνως γενικά αναισθητικά ή άλλα φάρμακα που προκαλούν νευρομυϊκό αποκλεισμό, όπως δεκαμεθόνιο, σουκινυλοχολίνη ή κουράριο, κινιδίνη ή μαγνήσιο.
Μυστικό για την αποφυγή νεφροτοξικότητας από τις ανυνογλυκοσίδες
Μην χορηγείτε αμινογλυκοσίδες για πάνω από 5 ημέρες...

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου