Τετάρτη 18 Σεπτεμβρίου 2013

Το καλύτερο γιαούρτι είναι ελληνικό


Το γιαούρτι είναι φυσικό αντιβιοτικό για μακροζωία
Το γιαούρτι, τροφή εκπληκτικά ωφέλιμη για το πεπτικό σύστημα, βελτιώνει την υγεία και χαρίζει μακροζωία, όταν καταναλώνεται τακτικά.
Το γιαούρτι είναι ξινό, πηγμένο γάλα που έχει υποστεί ζύμωση λόγω της δράσης των βακτηρίων που παράγουν γαλακτικό οξύ. Το φρέσκο, ζωντανό γιαούρτι περιέχει ορισμένα σημαντικά βακτήρια, και συγκεκριμένα τα είδη Lactobacillus bulgaricus και Lactobacillus acidophilus, τα οποία επιζούν κατά τη διαδικασία της πέψης. Όταν φτάσουν στο έντερο, αποκαθιστούν τη φυσιολογική μικροβιακή χλωρίδα και καταπολεμούν τον υπερπληθυσμό των βλαβερών βακτηρίων, που μπορεί να οφείλεται σε κακή διατροφή, την εξάντληση ή τη χρήση αντιβιοτικών.
Το γαλακτικό οξύ του γιαουρτιού διαθέτει επιπλέον πλεονεκτήματα συμβάλλει στη σύνθεση των βιταμινών του συμπλέγματος Β και αυξάνει την απορρόφηση των θρεπτικών ουσιών, όπως το ασβέστιο και ο σίδηρος. Ακόμα, ρυθμίζει τη λειτουργία των εντέρων και καταστέλλει τις λοιμώξεις.
Λέγεται στη Βίβλο ότι ένας άγγελος αποκάλυψε στον Αβραάμ τις θαυματουργές ιδιότητες του γιαουρτιού, στις οποίες οφειλόταν η μακροζωία του. Οι εκπληκτικές αυτές ιδιότητες ανακαλύφθηκαν ξανά στις αρχές της δεκαετίας του 1900 από το Ρώσο Νομπελίστα επιστήμονα Dr Elias Metchinikoff. Στις εισηγήσεις του υποστήριζε ότι πολλές ασθένειες σχετίζονται με τα σηπτικά βακτήρια των εντέρων. Με δεδομένο ότι τα αυτά τα καταστρεπτικά μικρόβια μπορούν να ελεγχθούν από τους μικροοργανισμούς του γιαουρτιού, ξεκίνησε να αποδείξει τη σχέση του γιαουρτιού και της μακροζωίας. Η θεωρία του ενισχύθηκε από ιστορίες καταπληκτικής μακροημέρευσης από την Αφρική, την Αμερική και τη Βουλγαρία, όπου λαοί των οποίων η βασική τροφή ήταν το γιαούρτι, ζούσαν περισσότερο από άλλους λαούς της Ευρώπης.
Από τότε, το γιαούρτι έγινε το αντικείμενο εκτεταμένης έρευνας. Οι μελέτες δείχνουν ότι η καλλιέργεια του L. acidophilus - ένα από τα φυσικά αντιβιοτικά που περιέχονται στο γιαούρτι - μπορεί να περιορίσει τη δραστηριότητα των ενζύμων του  εντέρου που μετατρέπουν ορισμένες χημικές ουσίες σε καρκινογόνες, γεγονός που υποδηλώνει τη χρησιμότητα του γιαουρτιού στην πρόληψη του καρκίνου.
Το γιαούρτι από αγελαδινό, πρόβειο ή κατσικίσιο γάλα δίνει στα ποτά κρεμώδη υφή και η γεύση του ταιριάζει με βότανα, όπως η μέντα και ο άνηθος.
Οι δροσιστικές του ιδιότητες είναι χαρά όταν κάνει ζέστη ή όταν τρώμε καυτερές τροφές.


Θεραπευτικές ιδιότητες του γιαουρτιού
•Ανακουφίζει τα αέρια, τον πόνο των εντέρων, τη δυσκοιλιότητα και το σύνδρομο ευερέθιστου εντέρου. Καταπολεμά τις αλλεργίες και τις στοματίτιδες.
•Ρυθμίζει τη λειτουργία των εντέρων και καταστέλλει τις μολύνσεις, όπως το Ε. coli. Βοηθά στην πρόληψη της προσβολής των ταξιδιωτών από τα ξένα μικρόβια. Επίσης, προλαμβάνει τις μολύνσεις της ουροδόχου κύστης και την κυστίτιδα.
•Δρα ως βελτιωτικό της άμυνας του οργανισμού και αυξάνει την αντίσταση στις μολύνσεις.
•Η καταπραϋντική του δράση στο πεπτικό σύστημα βοηθά στην ανακούφιση της καούρας στο στομάχι.
•Περιέχει προσταγλανδίνες που προστατεύουν τα τοιχώματα του στομάχου από ερεθιστικές ουσίες όπως το αλκοόλ και ο καπνός, ενώ μειώνει τη συχνότητα του έλκους στομάχου.
•Προστατεύει ενάντια στις καρδιοπάθειες αυξάνοντας την HDL (την καλή χοληστερίνη)λιποπρωτεϊνική και μειώνοντας την κακή χοληστερόλη.
•Φημίζεται ότι διατηρεί το νου σε εγρήγορση και αποτρέπει το γήρας.


Δυσανεξία στη Λακτόζη
Πολλά άτομα αποφεύγουν την κατανάλωση γάλακτος και γαλακτοκομικών προϊόντων, επειδή πιστεύουν ότι πάσχουν από δυσανεξία στη λακτόζη. 
Δυσανεξία στη λακτόζη είναι η ανικανότητα του οργανισμού να διασπάσει τη λακτόζη, τον κύριο δισακχαρίτη που βρίσκεται στο γάλα.  Μετά την κατανάλωση γάλακτος ή γαλακτοκομικών προϊόντων, ο οργανισμός μπαίνει στη διαδικασία διάσπασης της σε γλυκόζη και γαλακτόζη μέσο ενός ένζυμου της λακτάσης.  Αν το ένζυμο λακτάση δεν υπάρχει ή δεν υπάρχει σε αρκετή ποσότητα  τότε τα σάκχαρα αυτά αυξάνουν με όσμωση τα υγρά στο λεπτό έντερο.  Άρα έχουμε αύξηση γαστρεντερικών υγρών αλλά και μη απορροφήσιμη λακτόζη έτοιμη να εισχωρήσει στο παχύ έντερο όπου υπάρχουν πολλά βακτήρια.
Σε μερικές περιπτώσεις κάποιοι δισακχαρίτες (λακτόζη) που φτάνουν στο παχύ έντερο μπορούν να μεταβολιστούν μέσω των βακτηρίων, αλλά το αποτέλεσμα είναι πάλι αύξηση των ωσμωτικών υγρών και αερίων στο έντερο.
Τα ποσοστά υπολακτασίας ποικίλουν ανάλογα με την εθνικότητα. Η δυσανεξία στη λακτόζη φαίνεται να ταλαιπωρεί ένα ποσοστό από 11% μέχρι και 60% στην Ευρώπη, ενώ έρευνες που έγιναν στην Ελλάδα δείχνουν ότι μερική δυσανεξία στη λακτόζη (υπάρχει το ένζυμο λακτάση σε χαμηλά επίπεδα) αγγίζουν το 75%. Μεγάλος αριθμός ατόμων παρουσιάζει φουσκώματα, διάρροιες, άτυπα κοιλιακά άλγη, τάση για εμετό και πονοκεφάλους μετά από κατανάλωση γάλακτος ή και γαλακτοκομικών προϊόντων.
Τα συμπτώματα αυτά διαφέρουν ανάλογα με το άτομο και την σύσταση του φαγητού.  Η διάγνωση της δυσανεξίας στη λακτόζη είναι εφικτή με διάφορους τρόπους αλλά συχνότερα χρησιμοποιείται ένα απλό τεστ αναπνοής μου μπορεί να γίνει σε οποιαδήποτε ηλικία.  Μετά από ένα 24ωρο αποχής από τα γαλακτοκομικά, ο ασθενής αφού χορηγηθεί ένα διάλυμα λακτόζης (καθορίζεται ανάλογο από την ηλικία και το βάρος) - συνήθως 25γρ. λακτόζης για ενήλικες -υπόκειται σε ένα τεστ αναπνοής το οποίο αναλύεται με τον εξής τρόπο, τα άτομα τα οποία παρουσιάζουν υψηλή συγκέντρωση υδρογόνου  >20ppm αλλά χωρίς συμπτώματα είναι δυσπεπτικά, δηλαδή το ένζυμο λακτάσης είναι ενεργό σε κάποιο βαθμό.  Αυτοί που έχουν θετικό τεστ όπως και ένα ή περισσότερα συμπτώματα έχουν πλήρη δυσανεξία στη λακτόζη.  Αυτοί που έχουν αρνητικό τεστ αλλά ένα ή περισσότερα συμπτώματα θα πρέπει να κοιτάξουν άλλες πιθανές αιτίες (π.χ. σύνδρομο ευερέθιστου εντέρου, νόσος του Chron, Ελκώδη Κολίτιδα κτλ.)
Η δυσανεξία στη λακτόζη μπορεί να αντιμετωπιστεί με σωστή διατροφή χωρίς να υπάρξει κίνδυνος στέρησης άλλων θρεπτικών συστατικών και κατά κύριο λόγο το ασβέστιο που περιέχεται στο γάλα.  Η παρασκευή γάλακτος και τυροκομικών με μικρή ποσότητα λακτόζης ή ακόμα και χωρίς καθόλου λακτόζη, παρέχει την ευκαιρία μιας καλής επιλογής χωρίς τα συνοδά συμπτώματα δυσανεξίας στη λακτόζη.
Το γάλα και τα γαλακτοκομικά  προϊόντα γενικότερα διακατέχουν μεγάλο μέρος της Ελληνικής κουζίνας. Η μεσογειακή κουζίνα γενικότερα προτείνει αρκετά εδέσματα που έχουν σαν κύριο συστατικό το γάλα και το τυρί. Ακόμα το ασβέστιο, κύριο συστατικό στην ανάπτυξη του ανθρώπινου σκελετού το οποίο παίζει καθοριστικό ρόλο στην πρόληψη της οστεοπόρωσης βρίσκεται σε μεγάλες ποσότητες στα γαλακτοκομικά.  Η δυσανεξία στη λακτόζη δεν πρέπει να σταθεί εμπόδιο στην παροχή ασβεστίου μέσω της διατροφής σε αρκετή ποσότητα.


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου