Η μεταβολική αλκάλωση, ICD-10 E87.3 είναι μια μεταβολική πάθηση στην οποία το ρΗ του οργανισμού είναι αυξημένο πέραν του φυσιολογικού εύρους (7,35-7,45).
Στην μεταβολική αλκάλωση τα διττανθρακικά του πλάσματος είναι αυξημένα. Αυτό συνήθως οφείλεται σε αυξημένη απώλεια οξέων από τον στόμαχο ή τους νεφρούς, σε απώλεια καλίου λόγω θεραπείας με διουρητικά, σε υπερβολικά μεγάλη πρόσληψη αλκάλεων, ή στην υπερδραστηριότητα των επινεφριδίων.
Δεν υπάρχουν ειδικά σημεία και συμπτώματα, αλλά εάν η αλκάλωση είναι σοβαρή, μπορεί να παρουσιασθεί απάθεια, σύγχυση, και σπασμοί.
Η μεταβολική αλκάλωση, δηλαδή, είναι το αποτέλεσμα της μειωμένης συγκέντρωσης των ιόντων υδρογόνου που οδηγεί σε αυξημένα διττανθρακικά, ή αλλιώς ένα άμεσο αποτέλεσμα της αυξημένης συγκέντρωσης διττανθρακικών.
Η αλκάλωση αναφέρεται σε μια κατάσταση στην οποία το ρΗ είναι αυξημένο.
Η αλκαλαιμία αναφέρεται σε ένα ρΗ το οποίο είναι υψηλότερο από το κανονικό, και συγκεκριμένα στο αίμα.
Αιτίες
Οι αιτίες της μεταβολική αλκάλωσης μπορούν να χωριστούν σε δύο κατηγορίες, ανάλογα με τα επίπεδα χλωριούχων στα ούρα:
♠Χλωριούχα ούρων (<10 mEq/L)
-Απώλεια ιόντων υδρογόνου: Πιο συχνά συμβαίνει είτε από έμετο ή μέσω των νεφρών.
- Ο έμετος έχει σαν αποτέλεσμα την απώλεια υδροχλωρικού οξέος με το περιεχόμενο του στομάχου. Στο νοσοκομείο αυτό μπορεί να συμβεί, συχνά, από ρινογαστρικούς σωλήνες αναρρόφησης. Ο σοβαρός έμετος προκαλεί, επίσης, απώλεια του καλίου (υποκαλιαιμία) και νατρίου (υπονατριαιμία). Οι νεφροί προσπαθούν να αντισταθμίσουν τις απώλειες αυτές, κατακρατώντας νάτριο εις βάρος των ιόντων υδρογόνου που οδηγεί σε μεταβολική αλκάλωση.
- -Η συγγενής διάρροια χλωριούχων είναι μια σπάνια διάρροια που προκαλεί αλκάλωση αντί για οξέωση.
- Αλκάλωση που προκύπτει από την απώλεια νερού στον εξωκυτταρικό χώρο το οποίο είναι φτωχό σε διττανθρακικά, συνήθως από τη χρήση διουρητικών. Δεδομένου ότι το νερό χάνεται, ενώ τα διττανθρακικά διατηρούνται, η αυξημένη συγκέντρωση των διττανθρακικών αυξάνουν το pH του αίματος. Τα διουρητικά της αγκύλης και οι θειαζίδες μπορεί να προκαλέσουν αρχικά αύξηση των χλωριούχων, αλλά μόλις τα αποθέματα εξαντληθούν, η απέκκριση στα ούρα θα είναι κάτω από <25 mEq / L. Η απώλεια των υγρών από την απέκκριση νατρίου προκαλεί αλκάλωση.
- -Υπερκαπνία-Υποαερισμός. Η μειωμένη αναπνευστική συχνότητα προκαλεί υπερκαπνία (αυξημένα επίπεδα CO2), η οποία οδηγεί σε αναπνευστική οξέωση. Η νεφρική αντιστάθμιση γίνεται με περίσσεια όξινου ανθρακικού για να ελαττώσει την επίδραση της οξέωσης. Τα υψηλότερα επίπεδα διττανθρακικών οδηγούν σε μεταβολική αλκάλωση.
♠Χλωριούχα ούρων (> 20 mEq/L)
- -Είσοδος των ιόντων υδρογόνου μέσα στο ενδοκυττάριο χώρο. Σε υποκαλιαιμία το κάλιο, μετατοπίζεται έξω από τα κύτταρα. Προκειμένου να διατηρηθεί η ηλεκτρική ουδετερότητα, το υδρογόνο μετατοπίζεται εντός των κυττάρων, αυξάνοντας το pH του αίματος.
- -Αλκαλικοί παράγοντες. Αλκαλικοί παράγοντες, όπως το όξινο ανθρακικό σε χορήγηση αντιόξινων προκαλεί αλκάλωση.
- -Υπεραλδοστερονισμός. Νεφρική απώλεια των ιόντων υδρογόνου συμβαίνει όταν περίσσεια αλδοστερόνης (σύνδρομο Conn) αυξάνει τη δραστικότητα μιας πρωτεΐνης ανταλλαγής νατρίου-υδρογόνου στο νεφρό. Αυτό αυξάνει την κατακράτηση των ιόντων νατρίου, ενώ γίνεται άντληση ιόντων υδρογόνου στο νεφρικό σωληνάριο. Η περίσσεια νατρίου αυξάνει τον εξωκυτταρικό όγκο και η απώλεια των ιόντων υδρογόνου δημιουργεί μια μεταβολική αλκάλωση. Αργότερα, ο νεφρός ανταποκρίνεται μέσω αλδοστερόνης με την έκκριση νατρίου και χλωρίου στα ούρα.
Αντιρρόπηση της μεταβολικής αλκάλωσης συμβαίνει κυρίως με τους πνεύμονες, οι οποίοι διατηρούν το διοξείδιο του άνθρακα (CO2), μέσω βραδύτερης αναπνοής ή υποαερισμού (αναπνευστική αντιρρόπιση). Το CO2 τότε καταναλώνεται προς το σχηματισμό του ανθρακικού οξέος, μειώνοντας έτσι το ρΗ.
Η αντιρρόπηση όμως του αναπνευστικού συστήματος δεν είναι πλήρης. Η μείωση στα ιόντα [H+] καταστέλλει τους περιφερειακούς χημειοϋποδοχείς, που είναι ευαίσθητοι στο ρΗ. Αλλά, επειδή επιβραδύνεται η αναπνοή, υπάρχει μια αύξηση της PCO2,η οποία λόγω της δράσης των κεντρικών χημειοϋποδοχέων, οι οποίοι είναι ευαίσθητοι στη μερική πίεση του CO2 στο εγκεφαλικό νωτιαίο υγρό κάνουν τον ρυθμό αναπνοής να αυξηθεί.
Θεραπεία της μεταβολικής αλκάλωσης
Η θεραπεία της πρωτοπαθούς διαταραχής είναι αποτελεσματική. Θα πρέπει να χορηγηθούν ενδοφλεβίως διαλύματα φυσιολογικού ορού και σε ασθενείς με υποκαλιαιμία λόγω της διουρητικής αγωγής, θα πρέπει επίσης να χορηγηθεί και κάλιο. Μόνο σπάνια είναι αναγκαίο να χορηγηθούν οξινοποιητικοί παράγοντες IV (ενδοφλεβίως).
Παρακολουθούνται οι τιμές των αερίων του αρτηριακού αίματος, τα επίπεδα του καλίου του ορού και το ισοζύγιο των υγρών. Εκτιμάται κατά πόσον ο ασθενής παρουσιάζει ανορεξία, ναυτία και εμέτους, τρόμο, μυϊκή υπερτονία, μυϊκές κράμπες, τετανία, επιληπτικές κρίσεις, νοητική σύγχυση που οδηγεί σε κώμα, καρδιακές αρρυθμίες, εξαιτίας της υποκαλιαιμίας και αντιρροπιστικό υποαερισμό που οδηγεί σε υποξία.
Χορηγείται οξυγόνο, από του στόματος ή IV υγρά, χλωριούχο νάτριο ή χλωριούχο αμμώνιο και χλωριούχο κάλιο, εάν συνυπάρχει υποκαλιαιμία, μαζί με τη θεραπεία που ενδείκνυται για τη διόρθωση της αιτίας.
Οι ασθενείς θα πρέπει να ελέγχονται, ιδιαίτερα, για πρόδρομα σημεία επιληπτικής κρίσης.
Εκτιμάται η ανταπόκριση του ασθενούς στη θεραπεία και ο ασθενής θα πρέπει να ενημερώνεται σχετικά με τους κινδύνους της υπερβολικής πρόσληψης διττανθρακικού νατρίου, εάν αυτή ήταν η αιτία. Ο ελκοπαθής ασθενής θα πρέπει να εκπαιδευθεί, έτσι ώστε να αναγνωρίζει τα σημεία της μεταβολικής αλκάλωσης, συμπεριλαμβανομένης της ανορεξίας, της αδυναμίας, του λήθαργου και της αποστροφής προς το γάλα.
Εάν κρίνεται αναγκαία η χορήγηση καλιοσυντηρητικών διουρητικών ή χλωριούχου καλίου, θα πρέπει να διευκρινίζεται στον ασθενή ο σκοπός της χορήγησής τους, η δοσολογία και οι πιθανές παρενέργειες.
Βιβλιογραφία
wikipedia.org
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου